Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έντυπος η έντυπη το έντυπο
      γενική του έντυπου της έντυπης του έντυπου
    αιτιατική τον έντυπο την έντυπη το έντυπο
     κλητική έντυπε έντυπη έντυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έντυποι οι έντυπες τα έντυπα
      γενική των έντυπων των έντυπων των έντυπων
    αιτιατική τους έντυπους τις έντυπες τα έντυπα
     κλητική έντυποι έντυπες έντυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έντυπος < εν- + τύπος

  Επίθετο επεξεργασία

έντυπος, -η, -ο

  1. κάποιος που είναι τυπωμένος στο χαρτί
  2. για κείμενο ή λέξη γραμμένη στην έντυπη νορβηγική - τα έντυπα νορβηγικά - τα bokmål
    είναι διάλεκτος των βιβλίων δηλαδή περιορισμένης-σαφούς χρήσης λόγια διάλεκτος, όχι ομιλητική διάλεκτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία