έντυπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έντυπος | η | έντυπη | το | έντυπο |
γενική | του | έντυπου | της | έντυπης | του | έντυπου |
αιτιατική | τον | έντυπο | την | έντυπη | το | έντυπο |
κλητική | έντυπε | έντυπη | έντυπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έντυποι | οι | έντυπες | τα | έντυπα |
γενική | των | έντυπων | των | έντυπων | των | έντυπων |
αιτιατική | τους | έντυπους | τις | έντυπες | τα | έντυπα |
κλητική | έντυποι | έντυπες | έντυπα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαέντυπος, -η, -ο
- κάποιος που είναι τυπωμένος στο χαρτί
- για κείμενο ή λέξη γραμμένη στην έντυπη νορβηγική - τα έντυπα νορβηγικά - τα bokmål
- είναι διάλεκτος των βιβλίων δηλαδή περιορισμένης-σαφούς χρήσης λόγια διάλεκτος, όχι ομιλητική διάλεκτος