έντυπος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
έντυπος
- κάποιος που είναι τυπωμένος στο χαρτί
- για κείμενο ή λέξη γραμμένη στην έντυπη νορβηγική - τα έντυπα νορβηγικά - τα bokmål
- είναι διάλεκτος των βιβλίων δηλαδή περιορισμένης-σαφούς χρήσης λόγια διάλεκτος, όχι ομιλητική διάλεκτος