Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
contest contests

contest (en)

  1. ο διαγωνισμός, ο αγώνας, η διεκδίκηση, που οι άνθρωποι προσπαθούν να κερδίσουν κάτι
    ⮡  a beauty contest - διαγωνισμός ομορφιάς
    ⮡  a poetry contest - ποιητικός διαγωνισμός
    ⮡  a speed contest - αγώνας ταχύτητας
    ⮡  the contest for first place/for the gold medal - η διεκδίκηση της πρώτης θέσης/του χρυσού μεταλλίου
  2. ο αγώνας, η αναμέτρηση, ένας αγώνας για την απόκτηση ελέγχου ή εξουσίας
    ⮡  a legal contest - δικαστικός αγώνας
    ⮡  a contest between only two candidates - αναμέτρηση μεταξύ δύο μόνον υποψηφίων
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη confrontation
ενεστώτας contest
γ΄ ενικό ενεστώτα contests
αόριστος contested
παθητική μετοχή contested
ενεργητική μετοχή contesting

contest (en)

  1. διαγωνίζομαι, διεκδικώ
    ⮡  He’s contesting the third parliamentary seat in Laconia.
    Διεκδικεί την τρίτη έδρα της Λακωνίας.
  2. αμφισβητώ, αντιτίθεμαι επίσημα σε μια απόφαση ή δήλωση γιατί θεωρώ ότι είναι λάθος
    ⮡  They contested the election results/the will.
    Αμφισβήτησαν το εκλογικό αποτέλεσμα/τη διαθήκη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dispute