Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

contested (en)

  1. αμφισβητούμενος (πχ. για τεχνητά κινέζικα νησιά: contested islands)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

contested (en)