Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διφορούμενος η διφορούμενη το διφορούμενο
      γενική του διφορούμενου της διφορούμενης του διφορούμενου
    αιτιατική τον διφορούμενο τη διφορούμενη το διφορούμενο
     κλητική διφορούμενε διφορούμενη διφορούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διφορούμενοι οι διφορούμενες τα διφορούμενα
      γενική των διφορούμενων των διφορούμενων των διφορούμενων
    αιτιατική τους διφορούμενους τις διφορούμενες τα διφορούμενα
     κλητική διφορούμενοι διφορούμενες διφορούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διφορούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διφορούμενος, μετοχή μέσου ενεστώτα του ρήματος διφορέω, (δίς) δι- & αρχαία ελληνική μετοχή του φορέω

  Μετοχή επεξεργασία

διφορούμενος, -η, -ο

  • που μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους
    διφορούμενα λόγια

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διφορούμενος διφορουμένη τὸ διφορούμενον
      γενική τοῦ διφορουμένου τῆς διφορουμένης τοῦ διφορουμένου
      δοτική τῷ διφορουμέν τῇ διφορουμέν τῷ διφορουμέν
    αιτιατική τὸν διφορούμενον τὴν διφορουμένην τὸ διφορούμενον
     κλητική ! διφορούμενε διφορουμένη διφορούμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διφορούμενοι αἱ διφορούμεναι τὰ διφορούμεν
      γενική τῶν διφορουμένων τῶν διφορουμένων τῶν διφορουμένων
      δοτική τοῖς διφορουμένοις ταῖς διφορουμέναις τοῖς διφορουμένοις
    αιτιατική τοὺς διφορουμένους τὰς διφορουμένᾱς τὰ διφορούμεν
     κλητική ! διφορούμενοι διφορούμεναι διφορούμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διφορουμένω τὼ διφορουμέν τὼ διφορουμένω
      γεν-δοτ τοῖν διφορουμένοιν τοῖν διφορουμέναιν τοῖν διφορουμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διφορούμενος (ελληνιστική κοινή), μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διφορέω. Αναλύεται σε (δίς) δι- & μετοχή του φορέω

  Μετοχή επεξεργασία

διφορούμενος, -η, -ον

  • (ελληνιστική κοινή)
    1. (για λέξεις) που γράφεται ή προφέρεται με δύο διαφορετικούς τρόπους
    2. ( για συλλογισμό, λόγο) ο συλλογισμός στον οποίο η προϋπόθεση ταυτίζεται με το συμπέρασμα
      ※  τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ διφορούμενοι͵ οἷός ἐστιν εἰ ἡμέρα ἐστίν͵ ἡμέρα ἐστίν· ἀλλὰ μὴν ἡμέρα ἐστίν· ἡμέρα ἄρα ἐστίν. (Αλέξανδρος Αφροδισιεύς, Εις Το Α των Αριστοτέλους Αναλυτικών Προτέρων Υπόμνημα, 18.17)