διφορούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διφορούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διφορούμενος, μετοχή μέσου ενεστώτα του ρήματος διφορέω, (δίς) δι- & αρχαία ελληνική μετοχή του φορέω
Μετοχή
επεξεργασίαδιφορούμενος, -η, -ο
- που μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους
- ↪ διφορούμενα λόγια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- διαφορετικό το δίφορος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διφορούμενος (ελληνιστική κοινή), μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διφορέω. Αναλύεται σε (δίς) δι- & μετοχή του φορέω
Μετοχή
επεξεργασίαδιφορούμενος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή)
- (για λέξεις) που γράφεται ή προφέρεται με δύο διαφορετικούς τρόπους
- ( για συλλογισμό, λόγο) ο συλλογισμός στον οποίο η προϋπόθεση ταυτίζεται με το συμπέρασμα
- ※ τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ διφορούμενοι͵ οἷός ἐστιν εἰ ἡμέρα ἐστίν͵ ἡμέρα ἐστίν· ἀλλὰ μὴν ἡμέρα ἐστίν· ἡμέρα ἄρα ἐστίν. (Αλέξανδρος Αφροδισιεύς, Εις Το Α των Αριστοτέλους Αναλυτικών Προτέρων Υπόμνημα, 18.17)