↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίφορος η δίφορη το δίφορο
      γενική του δίφορου της δίφορης του δίφορου
    αιτιατική τον δίφορο τη δίφορη το δίφορο
     κλητική δίφορε δίφορη δίφορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίφοροι οι δίφορες τα δίφορα
      γενική των δίφορων των δίφορων των δίφορων
    αιτιατική τους δίφορους τις δίφορες τα δίφορα
     κλητική δίφοροι δίφορες δίφορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίφορος < (δίς) δί- + -φορος (φέρω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.fo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐φο‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

δίφορος, -η, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
δῐφορο-
ονομαστική / δίφορος τὸ δίφορον
      γενική τοῦ/τῆς διφόρου τοῦ διφόρου
      δοτική τῷ/τῇ διφόρ τῷ διφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίφορον τὸ δίφορον
     κλητική ! δίφορε δίφορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίφοροι τὰ δίφορ
      γενική τῶν διφόρων τῶν διφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς διφόροις τοῖς διφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διφόρους τὰ δίφορ
     κλητική ! δίφοροι δίφορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διφόρω τὼ διφόρω
      γεν-δοτ τοῖν διφόροιν τοῖν διφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίφορος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + -φορος (φέρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

δίφορος, -ος, -ον

  1. (γεωπονία) που καροποφορεί δύο φορές τον χρόνο, δίφορος
  2. (μεταφορικά, οικονομία) που πληρώνει δύο φορές