Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
équivoque équivoques

équivoque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διφορούμενος
  2. αμφιλεγόμενος
  3. αμφίσημος
  4. αμφίβολος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
équivoque équivoques

équivoque (fr) θηλυκό

  1. το διφορούμενο