↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιλεγόμενος η αμφιλεγόμενη το αμφιλεγόμενο
      γενική του αμφιλεγόμενου της αμφιλεγόμενης του αμφιλεγόμενου
    αιτιατική τον αμφιλεγόμενο την αμφιλεγόμενη το αμφιλεγόμενο
     κλητική αμφιλεγόμενε αμφιλεγόμενη αμφιλεγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιλεγόμενοι οι αμφιλεγόμενες τα αμφιλεγόμενα
      γενική των αμφιλεγόμενων των αμφιλεγόμενων των αμφιλεγόμενων
    αιτιατική τους αμφιλεγόμενους τις αμφιλεγόμενες τα αμφιλεγόμενα
     κλητική αμφιλεγόμενοι αμφιλεγόμενες αμφιλεγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμφιλεγόμενος < μετοχή μέσου ενεστώτα του αρχαίου ρήματος ἀμφιλέγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɱ.fi.leˈɣo.me.nos/

αμφιλεγόμενος, -η, -ο

  • για κάποιον ή κάτι σχετικά με το(ν) οποίο υπάρχουν διαφωνίες, διαφορετικές ερμηνείες ή εκτιμήσεις
αμφιλεγόμενη απόφαση / διαθήκη / ζήτημα / κριτική / μορφή / προσωπικότητα / φιγούρα
αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία