αμφιλεγόμενος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμφιλεγόμενος < μετοχή μέσου ενεστώτα του αρχαίου ρήματος ἀμφιλέγω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΜετοχήΕπεξεργασία
αμφιλεγόμενος, -η, -ο
- για κάποιον ή κάτι σχετικά με το(ν) οποίο υπάρχουν διαφωνίες, διαφορετικές ερμηνείες ή εκτιμήσεις
- αμφιλεγόμενη απόφαση / διαθήκη / ζήτημα / κριτική / μορφή / προσωπικότητα / φιγούρα
- αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο