Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφιλέγω < ἀμφί- + λέγω

ἀμφιλέγω

  • (+ αιτιατική) διατυπώνω διαφορετικές ερμηνείες και γνώμες για κάτι, αμφισβητώ

Δείτε επίσης

επεξεργασία