discuté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- discuté < discuter
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | discuté | discutés |
θηλυκό | discutée | discutées |
discuté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | discuté | discutés |
θηλυκό | discutée | discutées |
discuté (fr)