Ετυμολογία

επεξεργασία
διφορέω < δίφορος < δι- + φέρω

διφορέω

  1. (για φυτά) παράγω καρπούς δύο φορές το έτος
  2. (παθητικό, για λέξεις) γράφομαι ή προφέρομαι με δύο διαφορετικούς τρόπους
    • διφορούμενος (συλλογισμός/ λόγος): ο συλλογισμός στον οποίο η προϋπόθεση ταυτίζεται με το συμπέρασμα
      τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ διφορούμενοι͵ οἷός ἐστιν εἰ ἡμέρα ἐστίν͵ ἡμέρα ἐστίν· ἀλλὰ μὴν ἡμέρα ἐστίν· ἡμέρα ἄρα ἐστίν. (Αλέξανδρος Αφροδισιεύς, Εις Το Α των Αριστοτέλους Αναλυτικών Προτέρων Υπόμνημα, 18.17)