↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνευρος η άνευρη το άνευρο
      γενική του άνευρου της άνευρης του άνευρου
    αιτιατική τον άνευρο την άνευρη το άνευρο
     κλητική άνευρε άνευρη άνευρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνευροι οι άνευρες τα άνευρα
      γενική των άνευρων των άνευρων των άνευρων
    αιτιατική τους άνευρους τις άνευρες τα άνευρα
     κλητική άνευροι άνευρες άνευρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άνευρος < αρχαία ελληνική ἄνευρος < α στερητικό και νεῦρον

  Επίθετο

επεξεργασία

άνευρος

  1. που δεν έχει ζωηράδα, σπιρτάδα, που είναι πλαδαρός
    ※  Η ταχεία φθορά του κυβερνώντος κόμματος, που μετά την επάνοδό του στην εξουσία φάνηκε να ακολουθεί μια «χαμηλή πτήση» και μια μάλλον «άνευρη πολιτική», αναμενόμενη ή όχι μέσα σε ένα κλίμα ανοικτών πια αμφισβητήσεων και εντεινόμενης «διαδοχολογίας» αλλά και των προβλημάτων της υγείας του (πρωθυπουργού) (Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος: 1828-1997, Ελλάδα, εκδ. Ι. Σιδέρης, 1997, σελ. 276)
  2. που δεν έχει νεύρωση (για φυτικούς οργανισμούς, κυρίως για φασόλια)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία