επάνοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επάνοδος | οι | επάνοδοι |
γενική | της | επανόδου | των | επανόδων |
αιτιατική | την | επάνοδο | τις | επανόδους |
κλητική | επάνοδε | επάνοδοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επάνοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπάνοδος. Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + άνοδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπάνοδος θηλυκό
- η επιστροφή κάποιου σε ένα σημείο από το οποίο είχε αναχωρήσει
- (μεταφορικά) η επιστροφή σε έναν κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή άλλο χώρο, η εκ νέου συμμετοχή, η επανεμφάνιση
- ※ επάνοδος στις αγορές μόνο με βελτίωση των μεγεθών (εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 24-10-2014)
- ※ Η ταχεία φθορά του κυβερνώντος κόμματος, που μετά την επάνοδό του στην εξουσία φάνηκε να ακολουθεί μια «χαμηλή πτήση» και μια μάλλον «άνευρη πολιτική», αναμενόμενη ή όχι μέσα σε ένα κλίμα ανοικτών πια αμφισβητήσεων και εντεινόμενης «διαδοχολογίας» αλλά και των προβλημάτων της υγείας του (πρωθυπουργού) (Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος: 1828-1997, Ελλάδα, εκδ. Ι. Σιδέρης, 1997, σελ. 276)
- (γραμματική, σχήμα λόγου) επανάληψη φράσης με αντίστροφη σειρά στις λέξεις τής προηγούμενης φράσης