επανεμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανεμφάνιση | οι | επανεμφανίσεις |
γενική | της | επανεμφάνισης* | των | επανεμφανίσεων |
αιτιατική | την | επανεμφάνιση | τις | επανεμφανίσεις |
κλητική | επανεμφάνιση | επανεμφανίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανεμφανίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επανεμφάνιση < επανεμφανίζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπανεμφάνιση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανεμφάνιση