επανεμφανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεπανεμφανίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανεμφανίζω | επανεμφάνιζα | θα επανεμφανίζω | να επανεμφανίζω | επανεμφανίζοντας | |
β' ενικ. | επανεμφανίζεις | επανεμφάνιζες | θα επανεμφανίζεις | να επανεμφανίζεις | επανεμφάνιζε | |
γ' ενικ. | επανεμφανίζει | επανεμφάνιζε | θα επανεμφανίζει | να επανεμφανίζει | ||
α' πληθ. | επανεμφανίζουμε | επανεμφανίζαμε | θα επανεμφανίζουμε | να επανεμφανίζουμε | ||
β' πληθ. | επανεμφανίζετε | επανεμφανίζατε | θα επανεμφανίζετε | να επανεμφανίζετε | επανεμφανίζετε | |
γ' πληθ. | επανεμφανίζουν(ε) | επανεμφάνιζαν επανεμφανίζαν(ε) |
θα επανεμφανίζουν(ε) | να επανεμφανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανεμφάνισα | θα επανεμφανίσω | να επανεμφανίσω | επανεμφανίσει | ||
β' ενικ. | επανεμφάνισες | θα επανεμφανίσεις | να επανεμφανίσεις | επανεμφάνισε | ||
γ' ενικ. | επανεμφάνισε | θα επανεμφανίσει | να επανεμφανίσει | |||
α' πληθ. | επανεμφανίσαμε | θα επανεμφανίσουμε | να επανεμφανίσουμε | |||
β' πληθ. | επανεμφανίσατε | θα επανεμφανίσετε | να επανεμφανίσετε | επανεμφανίστε | ||
γ' πληθ. | επανεμφάνισαν επανεμφανίσαν(ε) |
θα επανεμφανίσουν(ε) | να επανεμφανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επανεμφανίσει | είχα επανεμφανίσει | θα έχω επανεμφανίσει | να έχω επανεμφανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επανεμφανίσει | είχες επανεμφανίσει | θα έχεις επανεμφανίσει | να έχεις επανεμφανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει επανεμφανίσει | είχε επανεμφανίσει | θα έχει επανεμφανίσει | να έχει επανεμφανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επανεμφανίσει | είχαμε επανεμφανίσει | θα έχουμε επανεμφανίσει | να έχουμε επανεμφανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επανεμφανίσει | είχατε επανεμφανίσει | θα έχετε επανεμφανίσει | να έχετε επανεμφανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επανεμφανίσει | είχαν επανεμφανίσει | θα έχουν επανεμφανίσει | να έχουν επανεμφανίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανεμφανίζω
|