πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιασμός οι βιασμοί
      γενική του βιασμού των βιασμών
    αιτιατική τον βιασμό τους βιασμούς
     κλητική βιασμέ βιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιασμός αρσενικό

  1. ο εξαναγκασμός ενός ατόμου σε σεξουαλική συνεύρεση ενάντια στη θέλησή του
  2. (μεταφορικά) η κακοποίηση
      ο βιασμός της ελληνικής γλώσσας

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη βία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία