βιαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βιαστής | οι | βιαστές |
γενική | του | βιαστή | των | βιαστών |
αιτιατική | τον | βιαστή | τους | βιαστές |
κλητική | βιαστή | βιαστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιαστής < (ελληνιστική κοινή) βιαστής < αρχαία ελληνική βιάζω < βία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeih₃w- (ζω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβιαστής αρσενικό
- αυτός που βιάζει, που εξαναγκάζει άλλο άτομο σε σεξουαλική πράξη, που διαπράττει βιασμό
- αυτός που φέρεται με βία, που υποχρεώνει κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
- αυτός που βιάζει κάποιον μηχανισμό, πόρτα ή παράθυρο με βία