Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ɡʁa.da.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dégradation dégradations

dégradation (fr) θηλυκό

  1. η υποβάθμιση, η φθορά
  2. (για τον καιρό) η επιδείνωση