Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελόγιασμα τα ξελογιάσματα
      γενική του ξελογιάσματος των ξελογιασμάτων
    αιτιατική το ξελόγιασμα τα ξελογιάσματα
     κλητική ξελόγιασμα ξελογιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελόγιασμα < ξελογιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελόγιασμα ουδέτερο (παλιότερα και ξελάγιασμα)

  1. η πρόκληση ερωτικού πάθους που οδηγεί τον άλλο σε μη λογικές ενέργειες
  2. η παράσυρση σε ενέργειες που κάποιος δεν συνήθιζε, σε αλλαγή τρόπου ζωής, από πάθος για τον πλούτο, την άνετη ζωή ή κάτι άλλο ελκυστικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία