• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παράσυρση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράσυρση οι παρασύρσεις
      γενική της παράσυρσης* των παρασύρσεων
    αιτιατική την παράσυρση τις παρασύρσεις
     κλητική παράσυρση παρασύρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασύρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παράσυρση < παρασύρω + -ση

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈɾa.siɾ.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐συρ‐ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράσυρση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα τού παρασύρω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις παρασύρω και σύρω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παράσυρση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παράσυρση&oldid=6638149"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Μαρτίου 2024, στις 16:22

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Μαρτίου 2024, στις 16:22.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας