corruptible
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
corruptible | corruptibles |
Επίθετο
επεξεργασίαcorruptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη corruption
ενικός | πληθυντικός |
corruptible | corruptibles |
corruptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό