εκμαυλίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκμαυλίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκμαυλίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκμαυλίζομαι | εκμαυλιζόμουν(α) | θα εκμαυλίζομαι | να εκμαυλίζομαι | ||
β' ενικ. | εκμαυλίζεσαι | εκμαυλιζόσουν(α) | θα εκμαυλίζεσαι | να εκμαυλίζεσαι | (εκμαυλίζου) | |
γ' ενικ. | εκμαυλίζεται | εκμαυλιζόταν(ε) | θα εκμαυλίζεται | να εκμαυλίζεται | ||
α' πληθ. | εκμαυλιζόμαστε | εκμαυλιζόμαστε εκμαυλιζόμασταν |
θα εκμαυλιζόμαστε | να εκμαυλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκμαυλίζεστε | εκμαυλιζόσαστε εκμαυλιζόσασταν |
θα εκμαυλίζεστε | να εκμαυλίζεστε | (εκμαυλίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκμαυλίζονται | εκμαυλίζονταν εκμαυλιζόντουσαν |
θα εκμαυλίζονται | να εκμαυλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκμαυλίστηκα | θα εκμαυλιστώ | να εκμαυλιστώ | εκμαυλιστεί | ||
β' ενικ. | εκμαυλίστηκες | θα εκμαυλιστείς | να εκμαυλιστείς | εκμαυλίσου | ||
γ' ενικ. | εκμαυλίστηκε | θα εκμαυλιστεί | να εκμαυλιστεί | |||
α' πληθ. | εκμαυλιστήκαμε | θα εκμαυλιστούμε | να εκμαυλιστούμε | |||
β' πληθ. | εκμαυλιστήκατε | θα εκμαυλιστείτε | να εκμαυλιστείτε | εκμαυλιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκμαυλίστηκαν εκμαυλιστήκαν(ε) |
θα εκμαυλιστούν(ε) | να εκμαυλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκμαυλιστεί | είχα εκμαυλιστεί | θα έχω εκμαυλιστεί | να έχω εκμαυλιστεί | εκμαυλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκμαυλιστεί | είχες εκμαυλιστεί | θα έχεις εκμαυλιστεί | να έχεις εκμαυλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκμαυλιστεί | είχε εκμαυλιστεί | θα έχει εκμαυλιστεί | να έχει εκμαυλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκμαυλιστεί | είχαμε εκμαυλιστεί | θα έχουμε εκμαυλιστεί | να έχουμε εκμαυλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκμαυλιστεί | είχατε εκμαυλιστεί | θα έχετε εκμαυλιστεί | να έχετε εκμαυλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκμαυλιστεί | είχαν εκμαυλιστεί | θα έχουν εκμαυλιστεί | να έχουν εκμαυλιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκμαυλίζομαι
|