καταρρακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρρακώνω < αρχαία ελληνική καταρρακόω / καταρρακῶ
Ρήμα
επεξεργασίακαταρρακώνω
- κάνω κάποιον «ράκος» ψυχικά ή ηθικά
- εξουθενώνω, πτοώ, κουρελιάζω
- εξευτελίζω
- οδηγώ κάποιον στην δυστυχία, στην απόλυτη απελπισία,
Συγγενικά
επεξεργασία- καταρρακωμένος
- καταρράκωση
- καταρρακωτέος
- → δείτε τις λέξεις κατά και ράκος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταρρακώνω | καταρράκωνα | θα καταρρακώνω | να καταρρακώνω | καταρρακώνοντας | |
β' ενικ. | καταρρακώνεις | καταρράκωνες | θα καταρρακώνεις | να καταρρακώνεις | καταρράκωνε | |
γ' ενικ. | καταρρακώνει | καταρράκωνε | θα καταρρακώνει | να καταρρακώνει | ||
α' πληθ. | καταρρακώνουμε | καταρρακώναμε | θα καταρρακώνουμε | να καταρρακώνουμε | ||
β' πληθ. | καταρρακώνετε | καταρρακώνατε | θα καταρρακώνετε | να καταρρακώνετε | καταρρακώνετε | |
γ' πληθ. | καταρρακώνουν(ε) | καταρράκωναν καταρρακώναν(ε) |
θα καταρρακώνουν(ε) | να καταρρακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταρράκωσα | θα καταρρακώσω | να καταρρακώσω | καταρρακώσει | ||
β' ενικ. | καταρράκωσες | θα καταρρακώσεις | να καταρρακώσεις | καταρράκωσε | ||
γ' ενικ. | καταρράκωσε | θα καταρρακώσει | να καταρρακώσει | |||
α' πληθ. | καταρρακώσαμε | θα καταρρακώσουμε | να καταρρακώσουμε | |||
β' πληθ. | καταρρακώσατε | θα καταρρακώσετε | να καταρρακώσετε | καταρρακώστε | ||
γ' πληθ. | καταρράκωσαν καταρρακώσαν(ε) |
θα καταρρακώσουν(ε) | να καταρρακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταρρακώσει | είχα καταρρακώσει | θα έχω καταρρακώσει | να έχω καταρρακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταρρακώσει | είχες καταρρακώσει | θα έχεις καταρρακώσει | να έχεις καταρρακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταρρακώσει | είχε καταρρακώσει | θα έχει καταρρακώσει | να έχει καταρρακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταρρακώσει | είχαμε καταρρακώσει | θα έχουμε καταρρακώσει | να έχουμε καταρρακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταρρακώσει | είχατε καταρρακώσει | θα έχετε καταρρακώσει | να έχετε καταρρακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταρρακώσει | είχαν καταρρακώσει | θα έχουν καταρρακώσει | να έχουν καταρρακώσει |
|