εκπόρνευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκπόρνευση | οι | εκπορνεύσεις |
γενική | της | εκπόρνευσης* | των | εκπορνεύσεων |
αιτιατική | την | εκπόρνευση | τις | εκπορνεύσεις |
κλητική | εκπόρνευση | εκπορνεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπορνεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκπόρνευση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκπορνεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκπόρνευση
|