εκπορνεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκπορνεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπορνεύω
- θα εκπορνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπορνεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εκπορνεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπόρνευση