Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκπορνεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπορνεύω
  2. θα εκπορνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπορνεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εκπορνεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπόρνευση