ενεστώτας publish
γ΄ ενικό ενεστώτα publishes
αόριστος published
παθητική μετοχή published
ενεργητική μετοχή publishing

publish (en)

  1. (μεταβατικό) εκδίδω, δημοσιεύω, παράγω ένα βιβλίο, περιοδικό, CD κτλ. και το πουλάω στο κοινό
    ⮡  When will your new book be published?
    Πότε θα εκδοθεί το νέο σου βιβλίο;
    ⮡  I have published two books/three poetry collections.
    Έχω δημοσιεύσει δύο βιβλία/τρεις ποιητικές συλλογές.
  2. (μεταβατικό) δημοσιεύω, εκτυπώνω ένα γράμμα, ένα άρθρο κτλ. σε εφημερίδα ή περιοδικό
    ⮡  The newspapers published the election results.
    Οι εφημερίδες δημοσίευσαν τα αποτελέσματα των εκλογών.
    ⮡  Unfavorable reviews of his book were published.
    Δημοσιεύτηκαν δυσμενείς κρίσεις για το βιβλίο του.
    ⮡  The announcement is published in the Sunday issue of the newspaper.
    Η ανακοίνωση είναι δημοσιευμένη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας.
  3. εκδίδω (έντυπο)

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία