publish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | publish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | publishes |
αόριστος | published |
παθητική μετοχή | published |
ενεργητική μετοχή | publishing |
Ρήμα
επεξεργασίαpublish (en)
- (μεταβατικό) εκδίδω, δημοσιεύω, παράγω ένα βιβλίο, περιοδικό, CD κτλ. και το πουλάω στο κοινό
- ↪ When will your new book be published?
- Πότε θα εκδοθεί το νέο σου βιβλίο;
- ↪ I have published two books/three poetry collections.
- Έχω δημοσιεύσει δύο βιβλία/τρεις ποιητικές συλλογές.
- ↪ When will your new book be published?
- (μεταβατικό) δημοσιεύω, εκτυπώνω ένα γράμμα, ένα άρθρο κτλ. σε εφημερίδα ή περιοδικό
- ↪ The newspapers published the election results.
- Οι εφημερίδες δημοσίευσαν τα αποτελέσματα των εκλογών.
- ↪ Unfavorable reviews of his book were published.
- Δημοσιεύτηκαν δυσμενείς κρίσεις για το βιβλίο του.
- ↪ The announcement is published in the Sunday issue of the newspaper.
- Η ανακοίνωση είναι δημοσιευμένη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας.
- ↪ The newspapers published the election results.
- εκδίδω (έντυπο)