ενικός         πληθυντικός  
publisher publishers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
publisher < publish + -er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʌb.lɪ.ʃər/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

publisher (en)

  1. (πρόσωπο) ο εκδότης
  2. (εταιρεία, φορέας) οι εκδόσεις, ο εκδοτικός οίκος
     συνώνυμα: press, punlishing house