publisher
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
publisher | publishers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pʌb.lɪ.ʃər/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpublisher (en)
- (επάγγελμα) ο εκδότης
- ⮡ I’m editing the text before I sent it to the publisher.
- Επεξεργάζομαι το κείμενο πριν το στείλω στον εκδότη.
- ⮡ I’m editing the text before I sent it to the publisher.
- οι εκδόσεις, ο εκδοτικός οίκος, η εταιρεία
- ⮡ If you don’t know which publisher the book is from, it will be difficult for us to find it.
- Αν δεν γνωρίζετε ποιων εκδόσεων είναι το βιβλίο δύσκολα θα το βρούμε.
- ≈ συνώνυμα: publishing house
- ⮡ If you don’t know which publisher the book is from, it will be difficult for us to find it.