Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδόσεις < πληθυντικός αριθμός του έκδοση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ekˈðo.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐δό‐σεις
ομόηχο: εκδώσεις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκδόσεις θηλυκό στον πληθυντικό

  • εκδοτικός οίκος
    αν δεν γνωρίζετε ποιών εκδόσεων είναι το βιβλίο δύσκολα θα το βρούμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εκδόσεις θηλυκό