Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδίδομαι < αρχαία ελληνική ἐκδίδομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐκδίδωμι < ἐκ + δίδωμι

εκδίδομαι

  1. (λόγιο) εκπορνεύομαι
    Ο σύζυγός με εξανάγκασε διά της βίας, χτυπώντας και απειλώντας με ότι θα πει στην οικογένειά μου πως εκδίδομαι, να πάω στο ραντεβού.
    Εκδίδομαι ο δυστυχής τοίς εκείνης χρήμασιν, ίνα γήμω πωλούμενος (Αχιλλέων Τατίου Αλεξανδρέως, Erotici scriptores graeci: recognovit R. Hecher, Volume 1, Rudolf Hercher, B. G. Teubner, 1858, σελ. 45)
    το επαναλαμβανόμενο «αποδεδειγμένα εκδίδομαι επί περιουσιακώ ανταλλάγματι εις πλείονας άνδρας» που συνοδεύει τις αιτήσεις των γυναικών προς τις αστυνομικές αρχές δείχνει την απόσταση που έχει διανυθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 μέχρι τις ημέρες μας όπου η διεκδίκηση δικαιωμάτων από sex-εργάτες/εργάτριες μοιάζει μια καθημερινή ρουτίνα, Πρώτο Θέμα
  2. βιβλίο μου ή κείμενό μου δημοσιεύεται
    Έχω την τιμή και τη χαρά να ενημερώσω τους αναγνώστες σου ότι την περασμένη εβδομάδα εκδόθηκα για τρίτη φορά στη ζωή μου. H πρώτη ήταν στα 1995 με το βιβλίο μου.. [1]
  3. μια χώρα με δίνει στην άλλη με διαδικασίες έκδοσης (αφορά πρόσωπα που καταζητούνται από μια χώρα και συλλαμβάνονται σε άλλη)
    Πριν από λίγη ώρα πληροφορήθηκα από τον δικηγόρο μου ότι τελικά δεν εκδίδομαι στην Ελλάδα και πρέπει να σας πως ότι η χαρά μου είναι απερίγραπτη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία