Ετυμολογία

επεξεργασία
τυπωθήτω (λόγιο) < γ' ενικό προστακτικής παθητικού αορίστου του ρήματος τυπόω/τυπώνω (να τυπωθεί)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυπωθήτω ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία