πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυπωτικός η τυπωτική το τυπωτικό
      γενική του τυπωτικού της τυπωτικής του τυπωτικού
    αιτιατική τον τυπωτικό την τυπωτική το τυπωτικό
     κλητική τυπωτικέ τυπωτική τυπωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυπωτικοί οι τυπωτικές τα τυπωτικά
      γενική των τυπωτικών των τυπωτικών των τυπωτικών
    αιτιατική τους τυπωτικούς τις τυπωτικές τα τυπωτικά
     κλητική τυπωτικοί τυπωτικές τυπωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

τυπωτικός

  1. που έχει σχέση με το τύπωμα / εκτύπωση ή αναφέρεται σʼ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τυπωτικά: έξοδα εκτύπωσης

Μεταφράσεις

επεξεργασία