on sale
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαon sale (en) (ιδιωματισμός)
- κυκλοφορώ, που είναι διαθέσιμο για αγορά, ειδικά σε κατάστημα
- (ειδικά αμερικανική σημασία) σε έκπτωση
- ⮡ The scarf is on sale.
- Το κασκόλ είναι σε έκπτωση.
- ⮡ The scarf is on sale.
Πηγές
επεξεργασία- sale (idioms): on sale - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 485. ISBN 9780194325684., λήμμα: κυκλοφορώ