Ετυμολογία

επεξεργασία
for sale < → δείτε τις λέξεις for και sale

  Έκφραση

επεξεργασία

for sale (en) (ιδιωματισμός)

  • για πούλημα, κυκλοφορώ, που είναι διαθέσιμο για αγορά, ειδικά σε κατάστημα
    ⮡  Is the apartment for sale or for rent?
    Το διαμέρισμα είναι για πούλημα ή για νοίκιασμα;
    ⮡  This magazine/medicine is not for sale in Greece.
    Αυτό το περιοδικό/φάρμακο δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα.
     συνώνυμα: on sale