κυκλοφορημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυκλοφορημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κυκλοφορώ (ρήμα χωρίς παθητική φωνή)
Μετοχή επεξεργασία
κυκλοφορημένος, -η, -ο
- που έχει τεθεί σε κυκλοφορία, που έχει δημοσιευτεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυκλοφορημένος
|