κυκλοφορημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακυκλοφορημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κυκλοφορημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κυκλοφορημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυκλοφορημένος