disponebla
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disponebla | disponeblaj |
αιτιατική | disponeblan | disponeblajn |
disponebla (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disponebla | disponeblaj |
αιτιατική | disponeblan | disponeblajn |
disponebla (eo)