Ετυμολογία

επεξεργασία
κακαρώνω < μεσαιωνική ελληνική καρώνω (ναρκώνω, ζαλίζω, βυθίζω σε βαθύ λήθαργο) < αρχαία ελληνική καρῶ < κάρος, αναισθησία, νάρκη

κακαρώνω

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία