ναρκαλιευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναρκαλιευτής αρσενικό
- (ναυτικός όρος) στρατιωτικός τεχνικός ειδικευμένος στην ανίχνευση και εξουδετέρωση των ναρκών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναρκαλιευτής
|