↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναρκοσυλλέκτης οι ναρκοσυλλέκτες
      γενική του ναρκοσυλλέκτη των ναρκοσυλλεκτών
    αιτιατική τον ναρκοσυλλέκτη τους ναρκοσυλλέκτες
     κλητική ναρκοσυλλέκτη ναρκοσυλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναρκοσυλλέκτης < νάρκ(η) + -ο- + συλλέκτης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /naɾ.ko.siˈle.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναρ‐κο‐συλ‐λέ‐κτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναρκοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό ναρκοσυλλέκτις)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία