Ετυμολογία

επεξεργασία
démineur < déminer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.mi.nœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
démineur démineurs

démineur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία