Ετυμολογία

επεξεργασία
déminage < déminer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.mi.naʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déminage déminages

déminage (fr) αρσενικό

  1. η αφαίρεση των ναρκών ενός πεδίου, η αποναρκοθέτηση
  2. η ναρκαλιεία

Συγγενικά

επεξεργασία