ναρκοθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναρκοθετώ < νάρκη + -ο- + -θετώ (<αρχαία ελληνική τίθημι) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mine)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /naɾ.ko.θeˈto/
Ρήμα
επεξεργασίαναρκοθετώ (παθητική φωνή: ναρκοθετούμαι)
- (στρατιωτικός όρος) βάζω νάρκες σε κάποια περιοχή
- (μεταφορικά) υπονομεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- αποναρκοθέτηση
- ναρκοθέτηση
- → δείτε τις λέξεις νάρκη και θέτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ναρκοθετώ | ναρκοθετούσα | θα ναρκοθετώ | να ναρκοθετώ | ναρκοθετώντας | |
β' ενικ. | ναρκοθετείς | ναρκοθετούσες | θα ναρκοθετείς | να ναρκοθετείς | (ναρκοθέτει) | |
γ' ενικ. | ναρκοθετεί | ναρκοθετούσε | θα ναρκοθετεί | να ναρκοθετεί | ||
α' πληθ. | ναρκοθετούμε | ναρκοθετούσαμε | θα ναρκοθετούμε | να ναρκοθετούμε | ||
β' πληθ. | ναρκοθετείτε | ναρκοθετούσατε | θα ναρκοθετείτε | να ναρκοθετείτε | ναρκοθετείτε | |
γ' πληθ. | ναρκοθετούν(ε) | ναρκοθετούσαν(ε) | θα ναρκοθετούν(ε) | να ναρκοθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ναρκοθέτησα | θα ναρκοθετήσω | να ναρκοθετήσω | ναρκοθετήσει | ||
β' ενικ. | ναρκοθέτησες | θα ναρκοθετήσεις | να ναρκοθετήσεις | ναρκοθέτησε | ||
γ' ενικ. | ναρκοθέτησε | θα ναρκοθετήσει | να ναρκοθετήσει | |||
α' πληθ. | ναρκοθετήσαμε | θα ναρκοθετήσουμε | να ναρκοθετήσουμε | |||
β' πληθ. | ναρκοθετήσατε | θα ναρκοθετήσετε | να ναρκοθετήσετε | ναρκοθετήστε | ||
γ' πληθ. | ναρκοθέτησαν ναρκοθετήσαν(ε) |
θα ναρκοθετήσουν(ε) | να ναρκοθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ναρκοθετήσει | είχα ναρκοθετήσει | θα έχω ναρκοθετήσει | να έχω ναρκοθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ναρκοθετήσει | είχες ναρκοθετήσει | θα έχεις ναρκοθετήσει | να έχεις ναρκοθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ναρκοθετήσει | είχε ναρκοθετήσει | θα έχει ναρκοθετήσει | να έχει ναρκοθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ναρκοθετήσει | είχαμε ναρκοθετήσει | θα έχουμε ναρκοθετήσει | να έχουμε ναρκοθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ναρκοθετήσει | είχατε ναρκοθετήσει | θα έχετε ναρκοθετήσει | να έχετε ναρκοθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ναρκοθετήσει | είχαν ναρκοθετήσει | θα έχουν ναρκοθετήσει | να έχουν ναρκοθετήσει |
|