Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναρκοληψία οι ναρκοληψίες
      γενική της ναρκοληψίας των ναρκοληψιών
    αιτιατική τη ναρκοληψία τις ναρκοληψίες
     κλητική ναρκοληψία ναρκοληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναρκοληψία < (λόγιο δάνειο) γαλλική narcolepsie[1] < narco- (< αρχαία ελληνική νάρκη) + -lepsie (< -ληψία < λαμβάνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναρκοληψία θηλυκό

  • (ιατρική) ασυνήθιστη νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανεξέλεγκτη υπνηλία, ακόμη και μετά από επαρκή ύπνο
    • Το εμβόλιο κατά της γρίπης Α συνδέεται με την εμφάνιση ναρκοληψίας. (*)
    • Η ναρκοληψία, μια από τις λιγότερο συχνές μορφές υπερυπνίας και ημερήσιας υπνηλίας, είναι μια νόσος άγνωστη στο ευρύ κοινό αλλά και σε μεγάλο ποσοστό του ιατρικού κόσμου. (*)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία