ναρκοληψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναρκοληψία < (λόγιο δάνειο) γαλλική narcolepsie[1] < narco- (< αρχαία ελληνική νάρκη) + -lepsie (< -ληψία < λαμβάνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναρκοληψία θηλυκό
- (ιατρική) ασυνήθιστη νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανεξέλεγκτη υπνηλία, ακόμη και μετά από επαρκή ύπνο
- Το εμβόλιο κατά της γρίπης Α συνδέεται με την εμφάνιση ναρκοληψίας. (*)
- Η ναρκοληψία, μια από τις λιγότερο συχνές μορφές υπερυπνίας και ημερήσιας υπνηλίας, είναι μια νόσος άγνωστη στο ευρύ κοινό αλλά και σε μεγάλο ποσοστό του ιατρικού κόσμου. (*)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναρκοληψία
- ↑ ναρκοληψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας