υπερυπνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερυπνία (νεολογισμός) < υπερ- + ύπνος + -ία, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hypersomnia)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pe.ɾiˈpni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρυ‐πνί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερυπνία θηλυκό
- (ιατρική, νεολογισμός) διαταραχή ύπνου κατά την οποία υπάρχει σταθερά υπερβολική υπνηλία ή επεισόδια ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας
- Η ναρκοληψία, μια από τις λιγότερο συχνές μορφές υπερυπνίας και ημερήσιας υπνηλίας, είναι μια νόσος άγνωστη στο ευρύ κοινό αλλά και σε μεγάλο ποσοστό του ιατρικού κόσμου. (*)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- υπερυπνία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερυπνία
Πηγές
επεξεργασία- υπερυπνία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υπερυπνία - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr