Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορεία κρύσταλλος < αρχαία ελληνική ὀρεία (θηλυκό του ὄρειος < ὄρος) + κρύσταλλος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ορεία κρύσταλλος θηλυκό

  • (γεωλογία) είδος χαλαζία με υαλώδη λάμψη
    ※  Επίσης αποκαλύφθηκαν τα εργαστήρια της ορείας κρυστάλλου. Το υλικό αυτό υπάρχει σε αυτήν την περιοχή του Ψηλορείτη, το βρίσκουμε σε κατεργασμένη και ακατέργαστη μορφή. Είναι σπάνιο εμπορεύσιμο υλικό και το έστελναν και σε άλλα μέρη. (Στο δαιδαλώδες μινωικό ανάκτορο του Ψηλορείτη, Εφημερίδα των Συντακτών, 10/10/2016 *)
    ※  Συνδυάζοντας διάφορες τεχνικές , οι Βυζαντινοί χρυσοχόοι σκαλίζουν τα ευγενή μέταλλα, σμιλεύουν τους ημιπολύτιμους λίθους, ίασπη, σαρδόνυχα, λαζουρίτη, αχάτες και την ορεία κρύσταλλο, λεπτουργούν με μοναδική μαστοριά επιπεδόγλυφα και περίκλειστα σμάλτα και δένουν μαργαριτάρια, πετράδια και πολύχρωμα υέλια στα θελκτικά τους μικροτεχνήματα (Το Ελληνικό Κόσμημα : Πέντε Χιλιάδες χρόνια παράδοση, Ελληνικό Κέντρο Αργυροχοΐας, 1995, σελ. 85)

  Μεταφράσεις επεξεργασία