τεμαχίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τεμαχίδιο | τα | τεμαχίδια |
γενική | του | τεμαχίδιου & τεμαχιδίου |
των | τεμαχίδιων & τεμαχιδίων |
αιτιατική | το | τεμαχίδιο | τα | τεμαχίδια |
κλητική | τεμαχίδιο | τεμαχίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεμαχίδιο < τεμάχιο + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεμαχίδιο ουδέτερο
- μικρό τεμάχιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεμαχίδιο
|