acquerella
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- acquerella < acqua
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ak.kweˈrɛl.la/
Ουσιαστικό επεξεργασία
acquerella (it) θηλυκό (πληθυντικός acquerelle)
- (μετεωρολογία) το ψιλόβροχο
- (ζωγραφική) παρωχημένη γραφή του acquerello (υδατογραφία)
Πηγές επεξεργασία
- acquerella - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).