↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βροχερός η βροχερή το βροχερό
      γενική του βροχερού της βροχερής του βροχερού
    αιτιατική τον βροχερό τη βροχερή το βροχερό
     κλητική βροχερέ βροχερή βροχερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βροχεροί οι βροχερές τα βροχερά
      γενική των βροχερών των βροχερών των βροχερών
    αιτιατική τους βροχερούς τις βροχερές τα βροχερά
     κλητική βροχεροί βροχερές βροχερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βροχερός < βροχ(ή) + -ερός[1] ή κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική βροχερός [2]
 
Μια βροχερή μέρα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾo.çeˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρο‐χε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

βροχερός -ή, -ό

  1. που τείνει προς τη βροχή
    ⮡  ο καιρός είναι βροχερός.
  2. που έχει συχνές βροχές
    ⮡  το βροχερό Λονδίνο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βροχερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στο λήμμα «βρέχω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



  Ετυμολογία

επεξεργασία
βροχερός, λέξη του 12ου αιώνα < βροχ(ή) + -ερός

  Επίθετο

επεξεργασία

βροχερός