Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ: /ply.vjø/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pluvieux pluvieux
θηλυκό pluvieuse pluvieuses

pluvieux (fr) αρσενικό

  1. βροχερός : που τείνει προς τη βροχή.
    Le temps est pluvieux : ο καιρός είναι βροχερός.
  2. βροχερός : που φέρνει τη βροχή.
    Le vent est pluvieux : ο άνεμος είναι βροχερός.

Συγγενικά

επεξεργασία