pluvieux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ: /ply.vjø/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pluvieux | pluvieux |
θηλυκό | pluvieuse | pluvieuses |
pluvieux (fr) αρσενικό
- βροχερός : που τείνει προς τη βροχή.
- Le temps est pluvieux : ο καιρός είναι βροχερός.
- βροχερός : που φέρνει τη βροχή.
- Le vent est pluvieux : ο άνεμος είναι βροχερός.