Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βροχόμετρο τα βροχόμετρα
      γενική του βροχόμετρου
βροχομέτρου
των βροχόμετρων
βροχομέτρων
    αιτιατική το βροχόμετρο τα βροχόμετρα
     κλητική βροχόμετρο βροχόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βροχόμετρο < βροχή + μέτρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βροχόμετρο ουδέτερο

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία