pluviomètre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ply.vjɔ.mɛtʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pluviomètre | pluviomètres |
pluviomètre (fr) αρσενικό
- το βροχόμετρο
ενικός | πληθυντικός |
pluviomètre | pluviomètres |
pluviomètre (fr) αρσενικό